- πλαδαρᾷ
- πλαδαρόςmoistfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλαδαρά — πλαδαρός moist neut nom/voc/acc pl πλαδαρά̱ , πλαδαρός moist fem nom/voc/acc dual πλαδαρά̱ , πλαδαρός moist fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαδαράν — πλαδαρά̱ν , πλαδαρός moist fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαδαράς — πλαδαρά̱ς , πλαδαρός moist fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φουσκιάζω — (I) Μ δ. γρ < ρ. τού φουρκίζω. (II) Ν [φούσκα (Ι)] 1. (για καρπούς) σχηματίζω φούσκες, έχω κενά στο εσωτερικό 2. (για πρόσ.) έχω πλαδαρά εξογκώματα … Dictionary of Greek
αλικόρη — (dugong). Υδρόβιο θηλαστικό της οικογένειας των αλικοριδών, της τάξης των σειρηνοειδών. Το σώμα της, μήκους άνω των τριών μέτρων, έχει σχήμα ατρακτοειδές στο πίσω μέρος και καλύπτεται από χοντρό δέρμα σχεδόν γυμνό. Έχει δύο κοντά και πλατιά… … Dictionary of Greek
ντούγκονγκ — (dugong dugong ή halicore dugong). Υδρόβιο θηλαστικό της οικογένειας των ντουγκονγκιδών, της τάξης των σειρηνιδών. Το σώμα του, που έχει μήκος πάνω από 3 μ., είναι πολύ ατρακτοειδές στο πίσω τμήμα και καλύπτεται από χοντρό δέρμα, σχεδόν τελείως… … Dictionary of Greek
φουσκιάζω — φούσκιασα, φουσκιασμένος 1. αμτβ., φουσκαλιάζω (βλ. λ.). 2. (για καρπούς), κάνω φούσκες, έχω εσωτερικά κενά, είμαι κούφιος: Κολοκύθια φουσκιασμένα. 3. (για ψωμί, πίτες κτό.), κάνω (έχω) φουσκάλες. 4. (για το σώμα), έχω πλαδαρά πρηξίματα:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)